Ας ξεκινήσουμε με λίγη ιστορία. Στις 15 Αυγούστου 1945 οι ιαπωνικές δυνάμεις παραδόθηκαν στις αντίστοιχες των Η.Π.Α και οι επιζώντες φοιτητές άρχισαν σιγά σιγά να επιστρέφουν στην πατρίδα, για να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Το προηγούμενο απολυταρχικό καθεστώς είχε καταρρεύσει και οι φοιτητές, οι οποίοι διακατέχονταν από μεγάλη οργή για τους ηγέτες και τις Αρχές που τους έσπρωξαν στον πόλεμο, μπορούσαν πλέον αν εκφράσουν ελεύθερα τη γνώμη τους.
Η κατάσταση στην Ιαπωνία και ιδιαίτερα στο Τόκιο ήταν τραγική. Το ένα τρίτο σχεδόν της πόλης είχε καταστραφεί από εμπρηστικές βόμβες, πρόσφυγες από την ύπαιθρο συνέρρεαν σωρηδόν στα αστικά κέντρα, υπήρχε ελάχιστο φαγητό και ρουχισμός, το σύστημα μεταφορών ήταν σχεδόν ολοσχερώς κατεστραμμένο και όμως οι φοιτητές επέστρεψαν στα πανεπιστήμιά τους. Εκεί οργανώθηκαν σε Ενώσεις Επιβίωσης (Livelihood Associations), οι οποίες χορηγούσαν φθηνά γεύματα, ρούχα και βιβλία, σε μια περίοδο που ο πληθωρισμός είχε φτάσει στα ύψη. Οι οργανώσεις αυτές, των οποίων ο ο ιδεολογικός σκοπός ήταν να διαμαρτυρηθούν για την συνεχιζόμενη ύπαρξη του παλιού συστήματος στα σχολεία, θα αποτελούσαν τον πυρήνα των μετέπειτα Φοιτητικών Συμβουλίων.
Η απαρχή του φοιτητικού κινήματος θεωρείται πως έλαβε χώρα το 1945, κατά τη διάρκεια του αγώνα για τον εκδημοκρατισμό του Λυκείου Μίτο( πλέον ονομάζεται Πανεπιστήμιο Ιμπαράγκι). Εκεί, ο τότε πρόεδρος του ιδρύματος, ο οποίος διοριζόταν από το Υπουργείο Παιδείας, διατηρούσε μία τακτική διοίκησης που απέκλειε τους προοδευτικούς καθηγητές ενώ παράλληλα είχε στερήσει από τους μαθητές το δικαίωμα αυτοδιαχείρισης των κοιτώνων τους. Οι σπουδαστές, οι οποίοι ήταν περήφανοι για την φιλελεύθερη παράδοση του σχολείου, ξεκίνησαν μία κίνηση, την οποία ονόμασαν Αγώνας για την Απελευθέρωση του του Σχολείου και προχώρησαν σε απεργία. Κλεισμένοι μέσα σε έναν από τους κοιτώνες, απαιτούσαν την απομάκρυνση του συντηρητικού προέδρου και την επιστροφή των προοδευτικών καθηγητών. Τα αιτήματά τους έγιναν δεκτά, τρεις μόλις μέρες μετά, με αποτέλεσμα η κίνηση να επεκταθεί σε όλα τα πανεπιστήμια της χώρας.
Αργότερα, οι κινήσεις αυτές ενοποιήθηκαν και τον Φεβρουάριο του 1946 δημιουργήθηκε η Συμμαχία Κομμουνιστών Νέων Ιαπωνίας, υπό το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιαπωνίας (JCP).
Τον Ιανουάριο του 1947, το πανεπιστήμιο του Τόκιο, λόγω της αδυναμίας του να ικανοποιήσει τα αιτήματα των σπουδαστών για συμμετοχή στη διοίκηση του ιδρύματος, πήρε την πρωτοβουλία να τους επιτρέψει να συστήσουν τον Σύνδεσμο Αυτοδιοικούμενων Φοιτητών (Τζίτσι Κάι). Κάθε φοιτητής που εγγραφόταν στο πανεπιστήμιο γινόταν αυτόματα μέλος του Συνδέσμου του τμήματός του, με τις εισφορές του να αφαιρούνται από τα δίδακτρα του πανεπιστημίου και να παραδίδονται στην Επιτροπή Συνδέσμου Αυτοδιοικούμενων (Τζίτσι Ίινκαι). Η Επιτροπή εκλεγόταν από τους σπουδαστές και με τη σειρά της, εξέλεγε μία μία μόνιμη επιτροπή (Τζόνιν Ίιν) με έναν πρόεδρο (Ίιντσο). Το σύστημα αυτό υφίσταται ως τις μέρες μας.
Στις 3 Ιουλίου 1946, μέσω ζυμώσεων και εν μέσω απεργιών ενάντια στις αυξήσεις των διδάκτρων των πανεπιστημίων, οργανώθηκε μία προπαρασκευαστική σύσκεψη, με σκοπό τη δημιουργία ενός ενιαίου συστήματος για το φοιτητικό κίνημα της Ιαπωνίας. Στις 6 Ιουλίου, εκπρόσωποι 138 πανεπιστημίων συμφώνησαν να δημιουργήσουν την Πανϊαπωνική Ομοσπονδία των Συνδέσμων Αυτοδιοικούμενων Φοιτητών (Ζεν Νιχόν Γκακσέι Τζίτσι Κάι Σορένγκο). Κατά συνέπεια, στις 18 Σεπτεμβρίου 1948 ιδρύθηκε η Ομοσπονδία, η οποία έμελλε να μείνει γνωστή με το ακρωνύμιο Ζενγκάκουρεν και της οποίας τη δράση παρακολουθεί και η συγκεκριμένη ταινία.
Η Ζενγκάκουρεν κατά τη δημιουργία της αποτελούνταν από 300.000 μέλη, από 145 πανεπιστήμια και τα κεντρικά της γραφεία βρίσκονταν στο πανεπιστήμιο του Τόκιο. Οι στόχοι της Ομοσπονδίας ήταν οι εξής:
1 Αντίσταση στην φασιστική – αποικιοκρατική αναδιοργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος.
2 Προστασία της ελευθερίας την φοίτησης και της φοιτητικής ζωής.
3 Αντίδραση στους χαμηλούς μισθούς που λάμβαναν οι φοιτητές που εργάζονταν με μερική απασχόληση, οι οποίοι πληρώνονταν από την SCAP (κατοχικές δυνάμεις).
4 Αντίσταση στον φασισμό και προστασία της δημοκρατίας
5 Ενότητα με των μαχητικό αγώνα της νεολαίας
6 Απόλυτη ελευθερία για το φοιτητικό πολιτικό κίνημα.
Η Ομοσπονδία, από την αρχή στόχευε σε επαφές με διεθνείς φοιτητικές οργανώσεις και στο να γίνει ένα από τα βασικά μέτωπα, στη μάχη που έδιναν οι φοιτητές σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η ταινία τώρα. ξεκινάει με την αφήγηση μιας σειράς εκ των σημαντικότερων γεγονότων στην ιστορία της Ζενγκάκουρεν, που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια των αγώνων ενάντια στην αναθεώρηση της Συνθήκης Ασφάλειας Η.Π.Α – Ιαπωνίας (Άμ Πο).
Η συμφωνία αυτή, η οποία ουσιαστικά μετέτρεπε την χώρα σε αμερικάνικο προτεκτοράτο ενάντια στον κομμουνισμό, περιείχε μια σειρά από άρθρα, τα οποία ουσιαστικά έθιγαν την ιαπωνική αυτοκυριαρχία. Ως αποτέλεσμα, η ιαπωνική κυβέρνηση, από το 1955 και μετά πίεζε την αμερικανική για αναθεώρηση, με τις συζητήσεις να ξεκινούν τελικά τον Οκτώβριο του 1958.
Η αναθεώρηση έγινε πραγματικότητα, όμως κάποια από τα άρθρα υπό αμφισβήτηση παρέμειναν. Ειδικότερα, εκείνο που επέτρεπε στον στρατό των Η.Π.Α να αναμιχθεί σε περίπτωση εμφυλίου, το γεγονός πως δεν υπήρχε νομικά δεσμευτική πράξη, που να υποχρεώνει τις Η.Π.Α να έρθουν σε διαβούλευση με την ιαπωνική κυβέρνηση, προτού προχωρήσουν σε ενέργειες που την αφορούσαν, καθώς και η έλλειψη ορισμού της περιοχής Άπω Ανατολή, για την προστασία της οποίας οι Αμερικάνοι διέθεταν βάσεις στην Ιαπωνία, αποτελούσαν πηγή μεγάλης οργής για την πλειονότητα των Ιαπώνων.
Οι αντικυβερνητικές ομάδες είχαν ήδη αρχίσει να οργανώνουν τις δυνάμεις τους από τον Μάρτιο του 1959, και η Ζενγκάκουρεν πραγματοποίησε τον Ιούνιο το 14ο Εθνικό Συνέδριο της, στο οποίο αποφασίστηκε ο συνασπισμός ανάμεσα στο «Ανάχωμα»(η αγγλική λέξη είναι Bund), ή αλλιώς Κομμουνιστική Λίγκα (Κιοσάντο) και την Επαναστατική Κομμουνιστική Λίγκα (Κάκου Κιόντο), με επικεφαλής την πρώτη. Στη συνέχεια προχώρησαν σε απεργίες και διαδηλώσεις, οι οποίες όμως δεν είχαν μεγάλο αντίκτυπο, μέχρι την 27η Νοεμβρίου και την εισβολή στο Κτίριο της Βουλής.
Την ημέρα εκείνη περίπου 80.000 διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν σε ένα χώρο λίγο πιο κάτω από την Βουλή, συμπεριλαμβανομένων και των μελών του συνδικάτου των ανθρακωρύχων, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για τις μαζικές απολύσεις στα ορυχεία. Παρόντες ήταν και περίπου 5000 αστυνομικοί. Η διαδήλωση κυλούσε ομαλά, μέχρι τις 15.30, όταν είχε προγραμματιστεί η παράδοση των αιτημάτων των διαδηλωτών στην κεντρική πύλη της Βουλής. Κατά τη διάρκεια της πορείας προς την πύλη, περίπου 1000 φοιτητές όρμηξαν προς τα οδοφράγματα της αστυνομίας και αφού τα προσπέλασαν, κατάφεραν να εισέλθουν στο προαύλιο της Βουλής, άμεσα ακολουθούμενοι από 5000 επιπλέον φοιτητές και εργάτες, με τον αριθμό των εισβολέων να φτάνει λίγο αργότερα τις 12000.
Η αστυνομία στη συνέχεια προχώρησε σε βίαιη καταστολή της διαδήλωσης και τελικά κατάφερε να απωθήσει και τους τελευταίους 3000 φοιτητές της Ζενγκάκουρεν, 3 ώρες περίπου μετά. Κατά τη διάρκεια του περιστατικού, μία 22χρονη φοιτήτρια, εν ονόματι Μίτσικο Κάνμπα, έπεσε νεκρή
Από αυτό το περιστατικό λοιπόν, ξεκινάει την διήγηση του ο σκηνοθέτης, οπότε θα σταματήσω να σας κουράζω με ιστορικά γεγονότα και θα περάσω στην πραγματική περιγραφή της ταινίας. .
Τα πρώτα 45 λεπτά του φιλμ παρουσιάζουν την συνέχεια του κινήματος μέσω αρχειακών πλάνων, σε ντοκιμαντερίστικο στυλ και υπό την μουσική του Τζιμ Ο'Ρούρκ, πρώην μέλους των Sonic Youth. Με τον πόλεμο στο Βιετνάμ και την συνεχιζόμενη παρουσία του αμερικάνικου στρατού στη χώρα να ρίχνουν λάδι στη φωτιά, η κατάσταση εκτραχυνόταν συνεχώς και μέχρι το 1968, οι βίαιες συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας είχαν γίνει πλέον συνηθισμένο φαινόμενο. Η Ζενγκάκουρεν, η οποία σε εκείνο το σημείο είχε αυτονομηθεί πλήρως από το JCP, προχώρησε σε κατάληψη του πανεπιστημίου του Τόκιο ενώ λίγο αργότερα, μία διαδήλωση στον σταθμό του Σιντζούκου, κλιμακώθηκε σε αιματηρή μάχη
Από κει και πέρα, το ντοκιμαντέρ δίνει σιγά σιγά τη θέση του στην κανονική ταινία, καθώς γνωρίζουμε τα κεντρικά πρόσωπα του φιλμ, υπογραμμίζοντας παράλληλα, τις εσωτερικές έριδες και τις εξωτερικές δυνάμεις που οδήγησαν στην διάσπαση του φοιτητικού κινήματος και στην δημιουργία εξτρεμιστικών φραξιών. Η ιστορική διήγηση τελειώνει με την συγχώνευση των δύο πιο ριζοσπαστικών ομάδων που απέμεναν, της Επαναστατικής Αριστερής Φράξιας (RLF) και του Στρατού Κόκκινης Φράξιας (RAF) και την δημιουργία του Ενωμένου Κόκκινου Στρατού (Ρενγκο Σέκιγκουν).
Στη συνέχεια το φιλμ μετατρέπεται σε ένα πραγματικό πολιτικό θρίλερ. Με τα εναπομείναντα μέλη του Κόκκινου Στρατού να βρίσκονται αποκλεισμένοι από τις κυβερνητικές ομάδες σε καμπίνες στα βουνά της Γκούνμα και του Ναγκάνο, ο επικεφαλής Τσούνεο Μόρι, μαζί με την σύντροφό του Χιρόκο Ναγκάτα, αρχίζουν και συμπεριφέρονται σαν ηγέτες κάποιας αίρεσης: Παρόλα τα λόγια τους για παγκόσμια επανάσταση, οι εντολές τους έχουν ως βάση την παράνοια για διατήρηση της εξουσίας, καθώς και ένα σωρό μικρότητες. Η μαοϊστική τακτική της αυτοκριτικής παίρνει τρομακτικές διαστάσεις, με τα μέλη που θεωρούνται ιδεολογικά αδύναμα να υπόκεινται σε ψυχολογικά και βίαια βασανιστήρια, με σκοπό να αναγεννηθούν μέσω της βίας, με καινούρια επαναστατική επίγνωση. Τα βασανιστήρια είναι τόσο ακραία που κάποια μέλη πεθαίνουν κατά τη διάρκεια τους.
Στο τελευταίο μέρος του φιλμ, το οποίο μετατρέπεται σε περιπέτεια θρίλερ, παρακολουθούμε τα εναπομείναντα μέλη τα Στρατού, καθώς έχουν ταμπουρωθεί σε ένα εξοχικό στα βουνά του Ναγκάνο, έχοντας ως ομήρους τα μέλη της οικογένειας που κατοικεί εκεί. Το περιστατικό αυτό, το οποίο διήρκεσε δέκα μέρες τον Φεβρουάριο του 1972, μεταδόθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από την ιαπωνική τηλεόραση, όντας μία από τις εκπομπές με την μεγαλύτερη ακροαματικότητα στην ιστορία της, φτάνοντας λίγο πριν το τέλος, το 90% ακροαματικότητα.
Σκηνοθέτης της ταινίας ο Κότζι Γουακαμάτσου, ο οποίος είναι κυρίως γνωστός για τις σοφτ πορνό (πίνκου είναι ο ιαπωνικός τίτλος) παραγωγές που έχει γυρίσει, καθώς και τα πολυάριθμα exploitation φιλμ του. Χαρακτηριστικό είναι πως στην Ιαπωνία τον θεωρούν ως τον σημαντικότερο δημιουργό του είδους. Παρόλα αυτά, αναφορές στο φοιτητικό κίνημα των δεκαετιών του '60 και του '70 υπήρχαν και σε παλιότερες δουλειές του ενώ το 1971 είχε σκηνοθετήσει ένα ντοκιμαντέρ για το θέμα, με τίτλο The Red Army/PFLP: Declaration of World War.
Το πάθος του για την συγκεκριμένη ταινία ήταν τόσο μεγάλο που προέβη σε κάποιες ακρότητες:
1 Για κάποια χρόνια, γέμιζε το Τόκιο με φυλλάδια, στα οποία ζητούσε υποσχετικές για μεγάλα χρηματικά ποσά, ώστε να χρηματοδοτήσει την ταινία. Τις υποσχετικές υπέγραψαν, μεταξύ άλλων, ο Τζιμ Ο'Ρούρκ, που αναφέραμε παραπάνω, και ο κριτικός κινηματογράφου Ινούχικο Γιομότα
2 Πήρε δάνειο για να συμπληρώσει τα χρήματα που του έλειπαν για να ολοκληρώσει το φιλμ, υποθηκεύοντας το σπίτι του, το οποίο στη συνέχεια κατέστρεψε ολοσχερώς, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της τελευταίας πράξης.
3 Στους ηθοποιούς δεν επιτρεπόταν να φοράνε μακιγιάζ, έπρεπε να φτάνουν στα γυρίσματα φορώντας από πριν τα ρούχα των ρόλων τους ενώ απαγορευόταν η είσοδος στα γυρίσματα στους μάνατζερ τους.
4 Ολόκληρη η ταινία έχει γυριστεί σε πραγματικό περιβάλλον, όχι σε στούντιο δηλαδή, ενώ δεν χρησιμοποιήθηκε κανένα είδους τρίποδο για τις λήψεις, οι οποίες έγιναν όλες με κάμερα χειρός.
5 Ο ίδιος δήλωσε πως σκοπός του ήταν να καταρρίψει τους ισχυρισμούς για τα γεγονότα μιας προηγούμενης παραγωγής μεγάλου προϋπολογισμού, η οποία είχε τον τίτλο The Choice of Hercules και παρέθετε την ιστορία από την πλευρά των αστυνομικών. Στον Ενωμένο Κόκκινο Στρατό, οι δυνάμεις της αστυνομίας εμφανίζονται ελάχιστα.
Όσο αναφορά την σκηνοθεσία τώρα,ο Γουακαμάτσου υπογραμμίζει την τραγική αποτυχία των μελών της οργάνωσης, χωρίς όμως να υποβαθμίζει την ανάγκη που ένιωθαν για αλλαγή. Χαρακτηριστικό είναι πως το φιλμ ξεκινάει με τη φράση «Κάποτε, η ένοπλη νεολαία κραύγαζε για επανάσταση» ενώ μία από τις τελευταίες φράσεις λέει «Δεν είχαμε καθόλου κουράγιο», με την ταινία να εκτυλίσσεται ουσιαστικά ανάμεσα στις δύο αυτές προτάσεις, στο χάσμα μεταξύ ένθερμης ελπίδας και ψυχρής πραγματικότητας.
Η επανάσταση και ο ριζοσπαστισμός γενικότερα, παρουσιάζονται με όλα τα αντιφατικά στοιχεία τους: Την ανάγκη για εξέγερση και τον φόβο για τον κίνδυνο, την έλξη που δημιουργεί η αλλαγή και την αποστροφή για την βία, σημειώνοντας όμως παράλληλα, πως δεν πρέπει να θεωρούνται πρακτικές που ανήκουν αποκλειστικά στο παρελθόν.
Τέλος, γίνεται φανερό πως ο σκηνοθέτης θεωρεί πως η συγκεκριμένη γενιά, ήταν η τελευταία στην Ιαπωνία που πίστευε πραγματικά σε κάτι και ήταν διατεθειμένη να ζήσει και να πεθάνει για τα πιστεύω αυτά.
Για τους ηθοποιούς δε θα αναφερθώ καθόλου, λόγω έκτασης του άρθρου, αλλά και επειδή πραγματικοί πρωταγωνιστές της ταινίας είναι ο Γουακαμάτσου και τα ίδια τα γεγονότα.
Συνοψίζοντας, έχουμε να κάνουμε με ένα αριστούργημα του παγκόσμιου πολιτικού κινηματογράφου, στου οποίου τα 190 λεπτά δεν θα βρείτε σχεδόν τίποτα απέριττο. Να σημειώσω κλείνοντας πως η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Για μια ελαφρώς πιο αναλυτική περιγραφή εδώ: